Ικαριώτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Ικαριώτης αρσενικό (θηλυκό Ικαριώτισσα)
- (πατριδωνυμικό) αυτός που κατάγεται από την Ικαρία ή κατοικεί εκεί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Ικαριώτης
|