Καραμιζάρη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Καραμιζάρη < γενική ενικού του αρσενικού Καραμιζάρης
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Καραμιζάρη θηλυκό
Μεταγραφές
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος
[επεξεργασία]Καραμιζάρη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Καραμιζάρης