Καρτέσιος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Καρτέσιος
      γενική του Καρτέσιου
Καρτεσίου
    αιτιατική τον Καρτέσιο
     κλητική Καρτέσιε
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Καρτέσιος < λατινική Cartesius < γαλλική Descartes

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Καρτέσιος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]