Κοκκινομηλιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κοκκινομηλιώτισσα < Κοκκινομηλιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ko.ci.no.miˈʎo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κοκ‐κι‐νο‐μη‐λιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κοκκινομηλιώτισσα θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → και δείτε τη λέξη Κοκκινομηλιά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κοκκινομηλιώτης
Κοκκινομηλιώτισσα
|