Κουβαριώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κουβαριώτισσα < Κουβαριώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ku.vaɾˈʝo.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κου‐βα‐ριώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κουβαριώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Κουβαριώτης
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Κουβαράς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Κουβαριώτης
Κουβαριώτισσα
|