Κρυονερίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Κρυονερίτη < γενική ενικού του αρσενικού Κρυονερίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Κρυονερίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Κρυονερίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Κρυονερίτης