Λούμπα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: λούμπα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λούμπα οι Λούμπες
      γενική της Λούμπας
    αιτιατική τη Λούμπα τις Λούμπες
     κλητική Λούμπα Λούμπες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λούμπα < λούμπα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlu.ba/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λού‐μπα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λούμπα θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]