Λούτσοβος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Λούτσοβος
      γενική του Λουτσόβου
    αιτιατική τον Λούτσοβο
     κλητική Λούτσοβε
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Λούτσοβος < σλαβικής προέλευσης • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlu.t͡so.vos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λού‐τσο‐βος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Λούτσοβος αρσενικό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ΦΕΚ Α 251, 24 Ιουλίου 1930 (λήψη αρχείου PDF)