Μπατσιώτισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Μπατσιώτισσα < Μπατσιώτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /baˈtsço.ti.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Μπα‐τσιώ‐τισ‐σα
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Μπατσιώτισσα θηλυκό
- (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Μπατσιώτης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- μπατσιώτικος
- → και δείτε τη λέξη Μπατσί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Μπατσιώτης
Μπατσιώτισσα
|