Νιοκαστρίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Νιοκαστρίτη < γενική ενικού του αρσενικού Νιοκαστρίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Νιοκαστρίτη θηλυκό άκλιτο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Νιοκαστρίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Νιοκαστρίτης