Παλαιομυλίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Παλαιομυλίτισσα οι Παλαιομυλίτισσες
      γενική της Παλαιομυλίτισσας των Παλαιομυλιτισσών
    αιτιατική την Παλαιομυλίτισσα τις Παλαιομυλίτισσες
     κλητική Παλαιομυλίτισσα Παλαιομυλίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Παλαιομυλίτισσα < Παλαιομυλίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pa.le.o.miˈli.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Πα‐λαι‐ο‐μυ‐λί‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Παλαιομυλίτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Παλαιομυλίτης