Σμοκοβίτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Σμοκοβίτισσα οι Σμοκοβίτισσες
      γενική της Σμοκοβίτισσας των Σμοκοβιτισσών
    αιτιατική τη Σμοκοβίτισσα τις Σμοκοβίτισσες
     κλητική Σμοκοβίτισσα Σμοκοβίτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Σμοκοβίτισσα < Σμοκοβίτ(ης) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /zmo.koˈvi.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σμο‐κο‐βί‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Σμοκοβίτισσα θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Σμοκοβίτης