Σπουργίτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Σπουργίτη < γενική ενικού του αρσενικού Σπουργίτης
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Σπουργίτη θηλυκό άκλιτο
- γυναικείο επώνυμο, θηλυκό του Σπουργίτης
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταγραφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος κυρίου ονόματος[επεξεργασία]
Σπουργίτη αρσενικό
- γενική, αιτιατική και κλητική ενικού του Σπουργίτης