Φαναριώτισσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φαναριώτισσα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Φαναριώτισσα οι Φαναριώτισσες
      γενική της Φαναριώτισσας των Φαναριωτισσών
    αιτιατική τη Φαναριώτισσα τις Φαναριώτισσες
     κλητική Φαναριώτισσα Φαναριώτισσες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Φαναριώτισσα < Φαναριώτης + κατάληξη θηλυκού -ισσα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /fa.naɾˈʝo.ti.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Φα‐να‐ριώ‐τισ‐σα

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Φαναριώτισσα θηλυκό

  1. (πατριδωνυμικό) θηλυκό του Φαναριώτης
  2. προσωνυμία της Παναγίας σε μόνη της Νάξου

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε Φαναριώτης