άρμεγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άρμεγμα < αρμέγω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άρμεγμα ουδέτερο
- η διαδικασία και το αποτέλεσμα του αρμέγω
- (συνεκδοχικά): η εκμετάλλευση