ίασμος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ίασμος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ίασμος οι ίασμοι
      γενική του ίασμου
ιάσμου
των ίασμων
ιάσμων
    αιτιατική τον ίασμο τους ίασμους
ιάσμους
     κλητική ίασμε ίασμοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ίασμος < αρχαία ελληνική ἰάσμη + -ος < περσική یاسمن (yâsaman)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ίασμος αρσενικό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]