αγγελοθεσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγγελοθεσία < ελληνιστική άγγελος + θέση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγελοθεσία θηλυκό
- θέση αγγέλου
- περιοχή αγγέλων
- η θέση αγιογραφίας αγγέλων στους ορθόδοξους χριστιανικούς ναούς, περί ή υπό τον τρούλο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγελοθεσία
|