αγελαδάρισσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγελαδάρισσα < αγελαδάρης + κατάληξη θηλυκού -ισσα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ʝe.laˈða.ɾi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γε‐λα‐δά‐ρισ‐σα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγελαδάρισσα θηλυκό (αρσενικό αγελαδάρης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγελαδάρισσα
|