αγριαγκινάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αγριαγκινάρα | οι | αγριαγκινάρες |
γενική | της | αγριαγκινάρας | — | |
αιτιατική | την | αγριαγκινάρα | τις | αγριαγκινάρες |
κλητική | αγριαγκινάρα | αγριαγκινάρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.ɣɾi.aŋ.giˈna.ɾa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γρι‐α‐γκι‐νά‐ρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγριαγκινάρα θηλυκό
- (φυτό) είδος άγριας αγκινάρας
- Η αγριαγκινάρα θεωρείται το βέλτιστο ενεργειακό φυτό για την ελληνική γεωργία, καθώς και για την παραγωγή ενέργειας, καθώς η θερμαντική ικανότητα δύο κιλών ξηρής αγριαγκινάρας ισοδυναμεί με ένα λίτρο πετρέλαιο. (* εφημερίδα Έθνος)
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγριαγκινάρα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγρι- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)