αγροτοβιομηχανία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγροτοβιομηχανία < αγροτο- + βιομηχανία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγροτοβιομηχανία θηλυκό
- βιομηχανία που επεξεργάζεται ή κατεργάζεται αγροτικά προϊόντα
- βιομηχανία που συμβάλλει με τα προϊόντα της στην αγροτική παραγωγή
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγροτοβιομηχανία
|