αερογέφυρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αερογέφυρα θηλυκό
- συντονισμένη προσπάθεια μεταφοράς ανθρώπων, υλικών, βοήθειας κ.λπ. με πολλαπλές πτήσεις αεροπλάνων
- γέφυρα που περνάει πάνω από δρόμο ή σιδηροδρομική γραμμή