αεροσκόπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροσκόπιο ουδέτερο
- συσκευή που εξετάζει τη ρύπανση του αέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροσκόπιο
|