αεροφράκτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροφράκτης αρσενικό
- (νεολογισμός) κατασκευή που περιορίζει τις αρνητικές συνέπειες του ανέμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αεροφράκτης
|