αθηρεκτομή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αθηρεκτομή θηλυκό
- (ιατρική) η (χειρουργική) αφαίρεση του αθηρώματος, της αθηρωματικής πλάκας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αθηρεκτομή