αθλητοπρέπεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αθλητοπρέπεια οι αθλητοπρέπειες
      γενική της αθλητοπρέπειας των αθλητοπρεπειών
    αιτιατική την αθλητοπρέπεια τις αθλητοπρέπειες
     κλητική αθλητοπρέπεια αθλητοπρέπειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αθλητοπρέπεια < αθλητοπρεπής + -εια

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αθλητοπρέπεια θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]