αιθέραρχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αιθεράρχης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιθέραρχος οι αιθέραρχοι
      γενική του αιθέραρχου
αιθεράρχου
των αιθέραρχων
αιθεράρχων
    αιτιατική τον αιθέραρχο τους αιθέραρχους
αιθεράρχους
     κλητική αιθέραρχε αιθέραρχοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αιθέραρχος < αιθέρας + -αρχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αιθέραρχος αρσενικό

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • δεν είναι σαφές αν πρόκειται για απαρχαιωμένη ή παροδική εναλλακτική ονομασία για το βαθμό του στρατάρχη της αεροπορίας (αρχιπτέραρχος) ή τον αρχηγό (γενικά) της πολεμικής αεροπορίας, τιμητικό τίτλο, ή ονομασία επιτελικής θέσης

Πηγές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]