αιμοδιάλυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αιμοδιάλυση | οι | αιμοδιαλύσεις |
γενική | της | αιμοδιάλυσης* | των | αιμοδιαλύσεων |
αιτιατική | την | αιμοδιάλυση | τις | αιμοδιαλύσεις |
κλητική | αιμοδιάλυση | αιμοδιαλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αιμοδιαλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αιμοδιάλυση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hemodialysis < αρχαία ελληνική αἷμα + διάλυσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αιμοδιάλυση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αιμοδιάλυση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)