αισυμνήτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισυμνήτης < αἴσιος + ὕμνος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισυμνήτης αρσενικό
- άρχοντας με απόλυτες εξουσίες, τον οποίο εξέλεγε ο λαός, στην Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισυμνήτης
|