ακαταρτισία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ακαταρτισία | οι | ακαταρτισίες |
γενική | της | ακαταρτισίας | των | ακαταρτισιών |
αιτιατική | την | ακαταρτισία | τις | ακαταρτισίες |
κλητική | ακαταρτισία | ακαταρτισίες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ακαταρτισία < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.ka.taɾˈti.si.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐ταρ‐τη‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ακαταρτισία θηλυκό
- η έλλειψη κατάρτισης, γνώσεων σε έναν ειδικό τομέα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακαταρτισία
|