ακτινομετρία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.kti.no.meˈtɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κτι‐νο‐με‐τρί‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτινομετρία θηλυκό
- (μετεωρολογία) συνηθέστερα η μέτρηση της ηλιακής ακτινοβολίας
- (φυσική) ανίχνευση και μέτρηση ακτινοβολούμενης ενέργειας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτινομετρία
|