ακτογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ακτογραφία θηλυκό
- κλάδος της γεωγραφίας και ειδικότερα της τοπογραφίας που έχει ως αντικείμενο έρευνας και μελέτης αφενός της υφιστάμενης γεωφυσικής διαμόρφωσης του αναπτύγματος των ακτών μιας περιοχής και αφετέρου την ορθή περιγραφή της
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ακτογραφία
|