αλβανός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Αλβανός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αλβανός οι αλβανοί
      γενική του αλβανού των αλβανών
    αιτιατική τον αλβανό τους αλβανούς
     κλητική αλβανέ αλβανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αλβανός αρσενικό (θηλυκό αλβανή)

  1. (επιθετική λειτουργία) ο Αλβανός
  2. (αργκό) το χαμηλής ποιότητας χασίσι που προέρχεται από την Αλβανία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]