αλλανίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλλανίτης < αγγλική allanite < Thomas Allan (Σκοτσέζος ορυκτολόγος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλλανίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό που συγκαταλέγεται στις σπάνιες γαίες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- αλλανίτης στη Βικιπαίδεια