αλτικόρνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /al.tiˈkoɾ.no/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλτικόρνο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλτικόρνο
|
αλτικόρνο ουδέτερο
|