αλύταρχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλύταρχος < (ελληνιστική κοινή) ἀλύταρχος < ἀλύτης + -αρχος (< ἄρχω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλύταρχος αρσενικό
- (λόγιο) άλλη μορφή του αλυτάρχης
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλύταρχος
|