αμαξάκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αμαξάκι | τα | αμαξάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | αμαξάκι | τα | αμαξάκια |
κλητική | αμαξάκι | αμαξάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμαξάκι < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμαξάκι ουδέτερο
- μικρό αυτοκίνητο
- μικρή άμαξα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμαξάκι
|
Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)