αμορτισεράς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αμορτισεράς < αμορτισέρ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αμορτισεράς αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης εξειδικευμένος στα αμορτισέρ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αμορτισεράς
|