αμφιβολίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αμφιβολίτης < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική amphibolite
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αμφιβολίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) είδος μεταμορφωμένου πετρώματος
- ※ O αμφιβολίτης είναι ένα μεταμορφωμένο πέτρωμα, το οποίο αποτελείται κυρίως από ορυκτά της ομάδας των αμφιβόλων (κεροστίλβη, ακτινόλιθος) και Ca-Na-ούχο άστριο (πλαγιόκλαστο). Εμφανίζεται με βαθυπράσινο χρώμα και χαρακτηρίζεται από ασθενή έως καθόλου σχιστότητα. Ο αμφιβολίτης εμφανίζεται σε αρκετές περιοχές στην Ελλάδα, σε πεδία με μεταμορφωμένα πετρώματα.
- Αμφιβολίτης, @orykta.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 25-04-2024.
- ※ O αμφιβολίτης έχει ως ουσιώδη ορυκτολογικά συστατικά κεροστίλβη και πλαγιόκλαστα. Προκύπτει από μέσου βαθμού μεταμόρφωση γαββρικών πετρωμάτων και ασβεστομαγνησιούχων αργιλικών ιζημάτων.
- Μεταμορφωμένα πετρώματα, @geo.auth.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 25-04-2024.
- ※ Οι πρασινοσχιστόλιθοι μαζί με τους αμφιβολίτες αποτελούν μεταμορφωμένα πετρώματα, συνήθη στην Νοτιοδυτική περιοχή της Σερίφου. Με μείωση του βαθμού μεταμόρφωσης ο αμφιβολίτης μετατρέπεται σε πρασινοσχιστόλιθο.
- Πράσιος χαλαζίας Σερίφου: Αισθητική ομορφιά αλλά και θωπεία της θλίψης, 19-09-2020, συντάκτης: Πέτρος Τζεφέρης, @huffingtonpost.gr, ημερομηνία ανάκτησης: 25-04-2024.
- ※ O αμφιβολίτης είναι ένα μεταμορφωμένο πέτρωμα, το οποίο αποτελείται κυρίως από ορυκτά της ομάδας των αμφιβόλων (κεροστίλβη, ακτινόλιθος) και Ca-Na-ούχο άστριο (πλαγιόκλαστο). Εμφανίζεται με βαθυπράσινο χρώμα και χαρακτηρίζεται από ασθενή έως καθόλου σχιστότητα. Ο αμφιβολίτης εμφανίζεται σε αρκετές περιοχές στην Ελλάδα, σε πεδία με μεταμορφωμένα πετρώματα.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- Αμφίβολοι στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αμφιβολίτης
Πηγές[επεξεργασία]
- αμφιβολίτης - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ορυκτολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)