ανάρμοστα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανάρμοστα < επίθετο ανάρμοστος

Επίρρημα[επεξεργασία]

ανάρμοστα

Είναι καλά παιδιά αλλά στην προκειμένη περίπτωση συμπεριφέρθηκαν ανάρμοστα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

ανάρμοστα