αναζωπύρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αναζωπύρωμα τα αναζωπυρώματα
      γενική του αναζωπυρώματος των αναζωπυρωμάτων
    αιτιατική το αναζωπύρωμα τα αναζωπυρώματα
     κλητική αναζωπύρωμα αναζωπυρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αναζωπύρωμα < αναζωπυρώνω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αναζωπύρωμα[1] ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

  1. αναζωπύρωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)