αναιρέτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αναιρέτης < αρχαία ελληνική ἀναιρέτης (φονέας, καταστροφέας)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αναιρέτης αρσενικό
- που εμποδίζει, καταστρέφει (σπάνια χρήση)
- Χαίρε των απιστούντων, ο ταχύ αναιρέτης (κοντάκιο από τους Χαιρετισμούς στον Πανάγιο Τάφο)
- αστρολογικός όρος για τον πλανήτη που οι αστρολόγοι πιστεύουν ότι μπορεί να επηρεάσει το θάνατο ενός ατόμου και ο οποίος θεωρείται αντίθετος του θετικού αφέτη (στα λατινικά anareta και anaereta από την αρχαιοελληνική λέξη ἀναιρέτης)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αναιρέτης
|