ανακλάδισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανακλάδισμα τα ανακλαδίσματα
      γενική του ανακλαδίσματος των ανακλαδισμάτων
    αιτιατική το ανακλάδισμα τα ανακλαδίσματα
     κλητική ανακλάδισμα ανακλαδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανακλάδισμα < ανακλαδίζω + -μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανακλάδισμα ουδέτερο

  1. το να τεντώνεται κάποιος, να απλώνεται, ή η στάση του σώματος που αντιστοιχεί
  2. το σταυροπόδι
  3. η βλάστηση νέων κλαριών σε ένα φυτό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]