ανακλάδισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανακλάδισμα < ανακλαδίζω + -μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανακλάδισμα ουδέτερο
- το να τεντώνεται κάποιος, να απλώνεται, ή η στάση του σώματος που αντιστοιχεί
- το σταυροπόδι
- η βλάστηση νέων κλαριών σε ένα φυτό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανακλάδισμα
|