ανθυποφορά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανθυποφορά < (ελληνιστική κοινή) ἀνθυποφορά < αρχαία ελληνική ὑποφορά < ὑποφέρω < φέρω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰer-. Αναλύεται σε ανθ- + υπο- + φορά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανθυποφορά θηλυκό
- (λογοτεχνία) σχήμα λόγου κατά το οποίο κάποιος θέτει μια ερώτηση (υποφορά), κι αφού αναφερθούν κάποιες απαντήσεις και απορριφθούν (ανθυποφορά), δίνεται η πραγματική τελική απάντηση
- Σχήμα υποφοράς και ανθυποφοράς έχουμε στο δημοτικό τραγούδι Της Δέσπως: «Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν. / Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; / Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι, / η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ' αγγόνια.»
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανθυποφορά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' χωρίς κατάληξη '-ιά' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ανθ- από το αντι- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογοτεχνία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)