ανιόντες

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνιόντες

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οι ανιόντες
      γενική των ανιόντων
    αιτιατική τους ανιόντες
     κλητική ανιόντες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανιόντες < πληθυντικός αριθμός του ανιών < αρχαία ελληνική ἀνιών, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἄνειμι < εἶμι, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική ascendant[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.niˈon.des/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νι‐ό‐ντες

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανιόντες αρσενικό στον πληθυντικό

  1. (λόγιο, νομικός όρος) οι συγγενείς (γονείς, παππούδες, προπαππούδες) από τους οποίους κατάγεται άμεσα κάποιος
  2. (βυζαντινή μουσική) → δείτε τον όρο ανιόντες χαρακτήρες

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ανιών

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]

ανιόντες

  1. (αρσενικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανιών
  2. (αρσενικό) ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανιόντας

Αναφορές[επεξεργασία]