αντζούρι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: παντζούρι

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αντζούρι τα αντζούρια
      γενική του αντζουριού των αντζουριών
    αιτιατική το αντζούρι τα αντζούρια
     κλητική αντζούρι αντζούρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αντζούρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική آجر (âcürr) (νέα ελληνική acur}} < αραβική آجُرّ (ʾājurr) < αραμαϊκή 𐡓𐡅𐡂𐡀 (*ʾaggor /ʾgwr/) < ακκαδική 𒅇𒆪𒊒𒌝 (agurru, ukurru) < σουμεριακή ‎al.ùr.(r)a

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αντζούρι ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]