αντιμονίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιμονίτης αρσενικό
- (ορυκτολογία) θειούχο ορυκτό του αντιμονίου
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη αντιμόνιο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιμονίτης