αντισυνταγματικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντισυνταγματικότητα < αντι- + συνταγματικότητα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντισυνταγματικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό
- η μη συμφωνία ενός νόμου, ενός διατάγματος ή ενός διαβουλεύματος προς το σύνταγμα
Συγγενικά[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντισυνταγματικότητα