συνταγματικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνταγματικότητα οι συνταγματικότητες
      γενική της συνταγματικότητας των συνταγματικοτήτων
    αιτιατική τη συνταγματικότητα τις συνταγματικότητες
     κλητική συνταγματικότητα συνταγματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνταγματικότητα < λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sin.da.ɣma.tiˈko.ti.ta/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνταγματικότητα θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • η συμφωνία ενός νόμου, ενός διατάγματος ή ενός διαβουλεύματος προς το σύνταγμα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]