απαιτητικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απαιτητικότητα < (καθαρεύουσα) ἀπαιτητικότης < απαιτητικός + -ότης > -ότητα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απαιτητικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του απαιτητικού
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απαιτητικότητα
|