αποδειγμένα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδειγμένα < ουδέτερο του αποδεδειγμένος < αρχαία ελληνική ἀποδεδειγμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ἀποδείκνυμι < ἀπό + δείκνυμι
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποδειγμένα
- με τεκμηριωμένο, σαφή τρόπο, με στοιχεία, με ντοκουμέντα, με αποδείξεις
- Είναι αποδειγμένα ψεύτης!
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αποδειγμένα
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
αποδειγμένα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποδειγμένος